πασπαρτού

πασπαρτού
το
1. κλειδί με το οποίο μπορούν να ανοιχθούν όλες οι κλειδαριές
2. λεπτό χαρτόνι στο οποίο επικολλάται φωτογραφία ή άλλη εικόνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. passe-partout «περνά από παντού»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πασπαρτού — πασπαρτού, το (λ. γαλλ., άκλ.), αντικλείδι για όλες τις κλειδαριές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”